παρρησία

παρρησία
η, ΝΜΑ
1. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια («τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.)
2. η ελευθερία τής προσέγγισης, το θάρρος τού χριστιανού να προσεγγίσει τον Θεό, να κοινωνήσει ή να εμφανιστεί ενώπιόν του στη Δευτέρα Παρουσία (α. «τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί Σε μετὰ παρρησίας ἀκατακρίτως», Ιω. Χρυσ.
β. «ὅτι οὐκ ἔχομεν παρρησίαν διὰ τὰ πολλὰ ἡμῶν ἁμαρτήματα»)
μσν.-αρχ.
1. εμπιστοσύνη («νῡν καιρὸς ἀναψύξεως καὶ παρρησίας πρὸς Σὲ Χριστέ»)
2. εξουσία («Θεόδωρος παρρησίας ἐν τῷ παλατίῳ τυγχάνων»)
3. αθυροστομία, απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης («εἰς δὲ μέθην ἰόντος... παρρησίᾳ κατακορεῑ», Πλάτ.)
4. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) παρρησία
με θάρρος έκφρασης, απροκάλυπτα, ανοιχτά
αρχ.
1. ελευθερία δράσης («παρρησία ζωῆς καὶ θανάτου» — δικαίωμα ζωής και θανάτου, Αρισταίν.)
2. γενναιοδωρία («κεκόσμηκε τὸν αὑτοῡ βίον τῇ καλλίστη παρρησίᾳ»)
3. αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ῥῆσις (πρβλ. α-ρρησία), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -ρ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρρησία — παρρησίᾱ , παρρησία outspokenness fem nom/voc/acc dual παρρησίᾱ , παρρησία outspokenness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησίᾳ — παρρησίαι , παρρησία outspokenness fem nom/voc pl παρρησίᾱͅ , παρρησία outspokenness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησία — η το θάρρος της γνώμης, η ειλικρινής έκφραση απόψεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρρησίας — παρρησίᾱς , παρρησία outspokenness fem acc pl παρρησίᾱς , παρρησία outspokenness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησίαι — παρρησία outspokenness fem nom/voc pl παρρησίᾱͅ , παρρησία outspokenness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησίαν — παρρησίᾱν , παρρησία outspokenness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησιῶν — παρρησία outspokenness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησίαις — παρρησία outspokenness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησίη — παρρησία outspokenness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησίην — παρρησία outspokenness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”